Η συγκέντρωση δύναμης σε λίγες εταιρείες στις ΗΠΑ φαίνεται να έχει αποδυναμώσει διαπραγματευτικά τις οικογενειακές φάρμες και τα ράντσα που συναλλάσσονται μαζί τους
Όταν ο καταναλωτής αγοράζει 450 γραµµάρια µπέικον στα 4,33 δολάρια, µόνο τα 69 σεντς από αυτά φαίνεται να πηγαίνουν στον κτηνοτρόφο. Μέσα στο πραγµατικό αυτό παράδειγµα κρύβεται ίσως η ουσία για τις επιπτώσεις που έχει για τους αγρότες, το γεγονός ότι είναι ο µόνος κρίκος της παραγωγικής αλυσίδας που παραµένει σχετικά «αποκεντρωµένος», την ώρα που σχεδόν όλοι οι άλλοι τοµείς: στις αγροτικές εισροές, που περιλαµβάνουν σπόρους, προϊόντα προστασίας της καλλιέργειας, µηχανήµατα, τις πωλήσεις αγροτικών προϊόντων, τη σύναψη συµβολαίων, τη σφαγή, την επεξεργασία γνωρίζουν αυξανόµενη συγκέντρωση, πράγµα που θέτει τη διαπραγµατευτική ισχύ των αγροτών επ’ αµφιβόλω.
Επιπλέον, φαίνεται ότι οι αγρότες βρίσκονται ανάµεσα σε συµπληγάδες, δηλαδή από τη µία οι τεχνολογικές εξελίξεις τραβούν προς τα πάνω το κόστος παραγωγής που δεν ισοφαρίζεται από µία δίκαιη, υψηλότερη τιµή και από την άλλη, συµβόλαια, αγοραστές και χρηµατιστήρια εµπορευµάτων υπογράφουν αυτό το αδιέξοδο.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα της αµερικανικής υπαίθρου, όπως το περιγράφει το Κέντρο Αµερικανικής Προόδου (Center for American Progress), ένα think-tank µε διασυνδέσεις στην κεντρώα πτέρυγα των ∆ηµοκρατικών. Οι συγγραφείς της έρευνας Andy Green και Zoe Willingham υπογραµµίζουν ότι παράλληλα µε την τάση που θέλει τους µισθούς εκατοµµύρια εργαζοµένων να είναι καθηλωµένοι τις τελευταίες δεκαετίες, οι αγρότες δεν φαίνεται να απολαµβάνουν εύλογο µερίδιο από τις πωλήσεις των προϊόντων µεταποίησης, ενώ η φτώχεια στην ύπαιθρο είναι κατά 3.5% µεγαλύτερη απ’ ό,τι στις πόλεις, την ώρα που µία στις πέντε κοµητείες στην ύπαιθρο εµφανίζονται να εξαρτώνται από τη γεωργία.
Ο αριθµός σε αµερικανικές φάρµες εµφανίζεται µειούµενος (µε ποσοστό 5% να έχει τεθεί εκτός επαγγέλµατος το διάστηµα 2010-2017), ο µέσος όρος µεγέθους τους αυξάνεται, µε δύο εκατοµµύρια αµερικανικές οικογένειες να δουλεύουν φάρµες και ράντσα. Η παραγωγή σε αυτές υπολογίζεται ότι συνεισέφερε 164.2 δις δολάρια στο ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2018, µε τον αριθµό των απασχολούµενων σε γεωργία-µεταποίηση να ανέρχεται σε 4.6 εκατοµµύρια.
Εγκλωβίζουν σε μικρό περιθώριο κέρδους τα συμβόλαια που επιβάλουν βιομήχανοι
Την ώρα που οι μικρομεσαίες φάρμες διαχειρίζονται τα 3/4 των εκτάσεων που καλλιεργούνται και δίνουν το μισό της συνολικής παραγωγής
Οι µικρές οικογενειακές φάρµες (όσες έχουν µεικτό εισόδηµα µικρότερο από 350.000 δολάρια), σύµφωνα µε στοιχεία της Υπηρεσίας Οικονοµικής Έρευνας που επικαλείται η έκθεση αποτυπώνονται σε ποσοστό 88.8%, η έκταση της γης που καλλιεργούν επί του συνόλου είναι 51.9% και η αξία της παραγωγής τους προσδιορίζεται στο 25.8%.
Οι µεσαίες οικογενειακές φάρµες (όσες έχουν µεικτό εισόδηµα ανάµεσα σε 350.000 και 999.999 δολάρια) είναι στο 6.3%, διαχειρίζονται το 23.2% της καλλιεργήσιµης έκτασης και η αξία της παραγωγής τους αποτιµάται στο 22.6%. Σε ό,τι αφορά τις µεγάλης έκτασης οικογενειακές φάρµες (µε µεικτά έσοδα πάνω από ένα εκατοµµύριο δολάρια) καταγράφονται στο 2.8%, διαχειρίζονται το 18.4% των εκτάσεων και η αξία της παραγωγής τους φτάνει στο 39%. Τέλος, µη οικογενειακές φάρµες είναι το 2.2%, καλλιεργούν έκταση 6.5%, µε την αξία της παραγωγής τους να κυµαίνεται στο 12.6%.
Το καθαρό κέρδος για τις οικογενειακού χαρακτήρα µεσαίου µεγέθους φάρµες, µε επικεφαλής έναν κατά κύριο επάγγελµα αγρότη, έχει γνωρίσει µικρή βελτίωση τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το 2017, περισσότερες από 40% µεσαίου µεγέθους, οικογενειακού χαρακτήρα φάρµες εµφάνιζαν περιθώριο κέρδους µικρότερο από 10%, διατρέχοντας υπαρκτό κίνδυνο να βρεθούν αντιµέτωπες µε οικονοµικά προβλήµατα, κατά τις εκτιµήσεις του Αµερικανικού Υπουργείου Γεωργίας (USDA).
Σε εφτά πολιτείες οι χρεωκοπίες κινούνται σε υψηλά επίπεδα δεκαετίας ενώ και οι µικροί και µεσαίοι ιδιοκτήτες ράντσων αποτυπώνεται ότι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα.
[ads-post]
Έξοδα και συγκέντρωση
Τα βασικά λειτουργικά έξοδα που πληρώνουν οι αγρότες είναι για τροφές, εργατικά, ζωικό κεφάλαιο, σπόρους, λιπάσµατα. Το καθαρό τους κέρδος επηρεάζεται από τις τιµές για αυτά και από τις επενδύσεις σε εξοπλισµό όπως τα τρακτέρ και τα συστήµατα άρδευσης.
Η συγκέντρωση στο κοµµάτι των εισροών αποτυπώνεται στην έρευνα εκτεταµένη. Το 2012 το µερίδιο της αγοράς των τεσσάρων εταιρειών παραγωγής ζιζανιοκτόνων ήταν 57%. Οι µισές πωλήσεις στον χώρο των µηχανηµάτων αφορούν τέσσερις εταιρείες. Ο βαθµός συσσώρευσης σε ό,τι αφορά σκευάσµατα για το ζωικό κεφάλαιο και µηχανήµατα έχει αυξηθεί σηµαντικά από το 1990. Το 2013 τέσσερις εταιρείες αντιπροσώπευαν περίπου το 60% της αγοράς σπόρων.
Ίδια εικόνα και στον κρίκο της αλυσίδας που αφορά τη διάθεση της παραγωγής. Τέσσερις µύλοι βρεγµένου καλαµποκιού και σόγιας ελέγχουν το 84% και το 82% αντίστοιχα της αγοράς, την ώρα που τέσσερις έµποροι σιτηρών διαχειρίζονται τη µεταφορά και τον καταµερισµό περίπου του 73% αυτών παγκοσµίως.
Στην έκθεση υπογραµµίζεται ακόµη ότι την ώρα που οι αγρότες είχαν µικρές απολαβές για κάθε επιπλέον έικρ που καλλιεργούσαν (όπου ένα έικρ ισούται µε περίπου τέσσερα στρέµµατα), το κόστος φύτευσης είναι σε ανοδική τροχιά.
Η διάδοση της συμβολαιακής και τα κριτήρια πληρωμής
Με τη συγκέντρωση να έχει αυξηθεί στο κοµµάτι της επεξεργασίας, οι πωλήσεις µέσω συµβολαίων που καθορίζουν τους όρους πώλησης προκαταβολικά, ανάµεσα στον παραγωγό και σε αυτόν που θα προβεί στην κατεργασία έχουν αποκτήσει µεγαλύτερη σηµασία συγκριτικά µε τις φυσικές πωλήσεις (open cash) και το χρηµατιστήριο (spot markets).
Τα συµβόλαια που καλούνται να υπογράψουν αγρότες και κτηνοτρόφοι είναι δύο ειδών: α) αυτά που προσδιορίζουν την ποσότητα που θα αγοραστεί και την τιµή στην οποία θα γίνει αυτό, συνήθως χρησιµοποιώντας φόρµουλα που βασίζεται στις τρέχουσες χρηµατιστηριακές τιµές (spot market prices), β) και εκείνα που αφορούν την παραγωγή και που πηγαίνουν λίγο πιο µακριά, περιγράφοντας τον τρόπο εκτροφής του ζωικού κεφαλαίου ή της πραγµατοποίησης της καλλιέργειας, κάποιες φορές σηµειώνοντας τον ακριβή τύπο, τις ποσότητες εισροών και τις τεχνικές παραγωγής (πχ. τα φαρµακευτικά σκευάσµατα και τον εξοπλισµό που θα χρησιµοποιηθεί). Συχνά το ζωικό κεφάλαιο και η ζωοτροφή είναι στην ιδιοκτησία του επεξεργαστή και παραχωρούνται από τον τελευταίο, ο οποίος επιπρόσθετα επιβλέπει τις κτηνιατρικές υπηρεσίες ενώ σε κάποια συµβόλαια µπορεί να υπάρχει και απαίτηση οι αγρότες να προχωρήσουν σε επενδύσεις σε κεφάλαιο, µε συνέπεια να χρεώνονται.
Παράλληλα, όπως µεταφέρεται, οι αγρότες δεσµεύονται νοµικά από τα συµβόλαια επί των οποίων έχουν µικρή διαπραγµατευτική δύναµη και που συνήθως συντάσσονται από τον επεξεργαστή (integrator), έχουν µπόνους ή ποινές ανάλογα µε την αποδοτικότητα και επιβαρύνονται µε τις απώλειες σε ζωικό κεφάλαιο. Μεταφέρεται, ακόµη, ότι όσοι επιχειρούν να συζητήσουν καλύτερους όρους αντιµετωπίζουν το ενδεχόµενο τερµατισµού συµβολαίου ή της παροχής τροφής και ζωικού κεφαλαίου κατώτερης ποιότητας. Οι επεξεργαστές πουλερικών και, σε µικρότερο βαθµό, εκείνοι των χοιρινών παρουσιάζονται να λειτουργούν µε βάση το αποκαλούµενο «tournament system» («λοταρία», το αποκαλούν οι αγρότες), που τους κατατάσσει µε κριτήριο την απόδοση, µε αποτέλεσµα να πληρώνονται ανάλογα.
Πηγή: www.agronews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου